Τράνταγμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: τράνταγμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schok, ruk, schokken, stoot, jolt
Τράνταγμα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τράνταγμα

τράνταγμα στη μέση, τράνταγμα αυχένα, τράνταγμα στον ύπνο, τράνταγμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τράνταγμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τούφα στα ολλανδικά - bosje, toef, kuifje, kuif, pluk
  • τράβηγμα στα ολλανδικά - rukken, tappen, trekken, tekening, tekenen, tekening van, tekeningen, ...
  • τράπεζα στα ολλανδικά - boord, waterkant, oever, wal, bank, walkant, kant, ...
  • τράπουλα στα ολλανδικά - verpakken, troep, schare, inpakken, bende, drom, boel, ...
Τυχαίες λέξεις
Τράνταγμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: schok, ruk, schokken, stoot, jolt