Τσιτώνω στα δανικά

Μετάφραση: τσιτώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tsitono
Τσιτώνω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τσιτώνω

τεντώνω συνώνυμο, τσιτώνω λεξικό γλώσσας δανικά, τσιτώνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • τσιράκι στα δανικά - Minion, håndlanger, håndlangere
  • τσιτσιρίζω στα δανικά - Tweet, Kvivit, kvidre, Facebook Twitter
  • τσιφλικάς στα δανικά - Squire, væbner, godsejer, junkeren, herremand
  • τσουβαλιάζω στα δανικά - pakke, tsouvaliazo
Τυχαίες λέξεις
Τσιτώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tsitono