Τσιτώνω στα ουκρανικά

Μετάφραση: τσιτώνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ціноутворення, вартість, tsitono
Τσιτώνω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τσιτώνω

τεντώνω συνώνυμο, τσιτώνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τσιτώνω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • τσιράκι στα ουκρανικά - слабе, слабке, співпрацівник, співробітник, міньйон, міньон, миньон
  • τσιτσιρίζω στα ουκρανικά - опікати, шипіння, обпалювати, спопеляти, сичати, чірікать, цвірінькати, ...
  • τσιφλικάς στα ουκρανικά - поміщик, зброєносець, зброєноша, чоловік ніс, джура, його зброєноша
  • τσουβαλιάζω στα ουκρανικά - в'язка, групувати, пучок, клунок, tsouvaliazo
Τυχαίες λέξεις
Τσιτώνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: ціноутворення, вартість, tsitono