Υπηρέτης στα δανικά
Μετάφραση: υπηρέτης, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tjener, husassistent, knægt, ansat, Træl, anden ansat
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπηρέτης
υπηρέτης συνώνυμα, υπηρέτης δύο αφεντάδων υπόθεση, υπηρέτης δύο αφεντάδων κείμενο, υπηρέτησ 2 αφεντάδων, υπηρέτης δύο αφεντάδων ιωάννινα, υπηρέτης λεξικό γλώσσας δανικά, υπηρέτης στα δανικά
Μεταφράσεις
- υπεύθυνος στα δανικά - ansvarsfuld, ansvarlig, ansvarlige, ansvaret, er ansvarlig, ansvarligt
- υπηκοότητα στα δανικά - nationalitet, statsborgerskab, borgerskab, medborgerskab, unionsborgerskab, medborgerskab i
- υπηρέτρια στα δανικά - knægt, tjener, husassistent, stuepige, maid, Jomfruen, rengøring, ...
- υπηρεσία στα δανικά - service, agentur, kontor, bureau, betjening, embede, tjeneste, ...
Τυχαίες λέξεις
Υπηρέτης στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tjener, husassistent, knægt, ansat, Træl, anden ansat
Μεταφράσεις: tjener, husassistent, knægt, ansat, Træl, anden ansat