Υπηρέτης στα ολλανδικά

Μετάφραση: υπηρέτης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bediende, dienares, knecht, meid, dienstmeisje, dienaar, dienstknecht
Υπηρέτης στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπηρέτης

υπηρέτης συνώνυμα, υπηρέτης δύο αφεντάδων υπόθεση, υπηρέτης δύο αφεντάδων κείμενο, υπηρέτησ 2 αφεντάδων, υπηρέτης δύο αφεντάδων ιωάννινα, υπηρέτης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, υπηρέτης στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • υπεύθυνος στα ολλανδικά - toerekenbaar, verantwoordelijk, aansprakelijk, verantwoordelijke, verantwoordelijk is, verantwoordelijk zijn, die verantwoordelijk
  • υπηκοότητα στα ολλανδικά - nationaliteit, burgerschap, het burgerschap, staatsburgerschap, burgerschap van
  • υπηρέτρια στα ολλανδικά - bediende, dienaar, knecht, meid, dienstmeisje, dienares, meisje, ...
  • υπηρεσία στα ολλανδικά - godsdienstoefening, diensten, trant, manier, agentschap, bureel, bureau, ...
Τυχαίες λέξεις
Υπηρέτης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bediende, dienares, knecht, meid, dienstmeisje, dienaar, dienstknecht