Job στα ελληνικά
Μετάφραση: job, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δουλειά, επάγγελμα, υπόθεση, δουλειές, κατοχή, επιχείρηση, κατάληψη, εργασία, εργασίας, θέσεων εργασίας, απασχόλησης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- jernbane στα ελληνικά - σιδηρόδρομος, σιδηροδρομικές, σιδηροδρομικών, σιδηροδρομικού, σιδηροδρομικής, των σιδηροδρομικών
- jo στα ελληνικά - ναι, ο, η, το, την, της
- jod στα ελληνικά - ιώδιο, ιωδίου, το ιώδιο, του ιωδίου
- jogurt στα ελληνικά - γιαούρτι, γιαουρτιού, το γιαούρτι, γιαούρτη, γιαούρτης
Τυχαίες λέξεις
Job στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δουλειά, επάγγελμα, υπόθεση, δουλειές, κατοχή, επιχείρηση, κατάληψη, εργασία, εργασίας, θέσεων εργασίας, απασχόλησης
Μεταφράσεις: δουλειά, επάγγελμα, υπόθεση, δουλειές, κατοχή, επιχείρηση, κατάληψη, εργασία, εργασίας, θέσεων εργασίας, απασχόλησης