Υψόμετρο στα δανικά
Μετάφραση: υψόμετρο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
højde, højden, altitude, højder
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υψόμετρο
υψόμετρο πεντέλης, υψόμετρο υμηττού, υψόμετρο ελληνικών βουνών, υψόμετρο ιωαννίνων, υψόμετρο όλυμπος, υψόμετρο λεξικό γλώσσας δανικά, υψόμετρο στα δανικά
Μεταφράσεις
- υφηγητής στα δανικά - foredragsholder, lektor, underviser, underviseren, forelæser
- υφιστάμενος στα δανικά - junior, strøm, nuværende, aktuelle, gældende, løbende
- υψώνω στα δανικά - elevator, avle, hæve, opdrage, løfte, øge, rejse, ...
- φάκελος στα δανικά - kuvert, konvolut, konvolutten, ramme, rammebeløb
Τυχαίες λέξεις
Υψόμετρο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: højde, højden, altitude, højder
Μεταφράσεις: højde, højden, altitude, højder