Υψόμετρο στα σουηδικά
Μετάφραση: υψόμετρο, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
altitud, höjdnivå, höjd, höjden
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υψόμετρο
υψόμετρο πεντέλης, υψόμετρο υμηττού, υψόμετρο ελληνικών βουνών, υψόμετρο ιωαννίνων, υψόμετρο όλυμπος, υψόμετρο λεξικό γλώσσας σουηδικά, υψόμετρο στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- υφηγητής στα σουηδικά - föreläsare, lektor, universitetslektor, adjunkt, föredragshållare
- υφιστάμενος στα σουηδικά - ström, nuvarande, aktuella, aktuell
- υψώνω στα σουηδικά - uppföra, öka, upphäva, lyfta, höja, upprätta, hiss, ...
- φάκελος στα σουηδικά - kuvert, kuvertet, hölje, höljet
Τυχαίες λέξεις
Υψόμετρο στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: altitud, höjdnivå, höjd, höjden
Μεταφράσεις: altitud, höjdnivå, höjd, höjden