Υψόμετρο στα ιταλικά

Μετάφραση: υψόμετρο, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
quota, altitudine, altezza, altitudine al, altitudine al di, un'altitudine
Υψόμετρο στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υψόμετρο

υψόμετρο πεντέλης, υψόμετρο υμηττού, υψόμετρο ελληνικών βουνών, υψόμετρο ιωαννίνων, υψόμετρο όλυμπος, υψόμετρο λεξικό γλώσσας ιταλικά, υψόμετρο στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • υφηγητής στα ιταλικά - oratore, docente, conferenziere, professore, docente di, relatore
  • υφιστάμενος στα ιταλικά - sottoposto, inferiore, corrente, attuale, corrente di, di corrente, correnti
  • υψώνω στα ιταλικά - aumento, ascensore, costruire, allevare, accrescere, rialzare, innalzare, ...
  • φάκελος στα ιταλικά - involucro, busta, dotazione, buste, inviluppo
Τυχαίες λέξεις
Υψόμετρο στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: quota, altitudine, altezza, altitudine al, altitudine al di, un'altitudine