Φαγούρα στα δανικά
Μετάφραση: φαγούρα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kløe, klør, kradse, kløen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φαγούρα
φαγούρα στη μύτη, φαγούρα στο λαιμό, φαγούρα στο αριστερό χέρι, φαγούρα στο δέρμα, φαγούρα στο σώμα, φαγούρα λεξικό γλώσσας δανικά, φαγούρα στα δανικά
Μεταφράσεις
- φαγεντιανή στα δανικά - fajance, af fajance, fajancer
- φαγητό στα δανικά - næring, føde, takst, mad, næringsstof, passager, måltid, ...
- φαιδρός στα δανικά - væn, Winsome, vindende, indtagende, saa væn
- φαινομενικά στα δανικά - angiveligt, tilsyneladende, angiveligt for, tilsyneladende er, der tilsyneladende
Τυχαίες λέξεις
Φαγούρα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kløe, klør, kradse, kløen
Μεταφράσεις: kløe, klør, kradse, kløen