Φινέτσα στα δανικά
Μετάφραση: φινέτσα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
finesse, finesser
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φινέτσα
φινέτσα συνώνυμο, ιταλική φινέτσα, γαλλική φινέτσα, φινέτσα λεξικό γλώσσας δανικά, φινέτσα στα δανικά
Μεταφράσεις
- φιμώνω στα δανικά - snude, næsepartiet, næseparti, mule, mundkurv
- φινάλε στα δανικά - ende, udgangen, slutningen, enden, afslutningen
- φιντάνι στα δανικά - sætteplante, kimplante, kimplanter, frøplante
- φιτίλι στα δανικά - væge, snus, tobak, snuff, snustobak
Τυχαίες λέξεις
Φινέτσα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: finesse, finesser
Μεταφράσεις: finesse, finesser