Φινέτσα στα ολλανδικά
Μετάφραση: φινέτσα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
finesse, verfijning, finesses, fijnheid
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φινέτσα
φινέτσα συνώνυμο, ιταλική φινέτσα, γαλλική φινέτσα, φινέτσα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, φινέτσα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- φιμώνω στα ολλανδικά - grap, mop, snuit, muilkorf, voorsnuit, de snuit, muzzle
- φινάλε στα ολλανδικά - einde, eind, uiteinde, end, afloop
- φιντάνι στα ολλανδικά - kiemplant, zaailing, zaailingen, pootgoed, zaailing van
- φιτίλι στα ολλανδικά - lont, pit, kousje, snuiftabak, snuif, Snuff, snuifje, ...
Τυχαίες λέξεις
Φινέτσα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: finesse, verfijning, finesses, fijnheid
Μεταφράσεις: finesse, verfijning, finesses, fijnheid