Φορτηγό στα δανικά

Μετάφραση: φορτηγό, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
lastvogn, lastbil, trucken, truck, gaffeltruck, lastbilen
Φορτηγό στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φορτηγό

φορτηγό σαββόπουλοσ, φορτηγό δημόσιας χρήσης, φορτηγό ψυγείο, φορτηγό με γερανό, φορτηγό αυτοκίνητο, φορτηγό λεξικό γλώσσας δανικά, φορτηγό στα δανικά

Μεταφράσεις

  • φορτίο στα δανικά - byrde, læs, belastning, belastningen, last, lasten, load
  • φορτηγάκι στα δανικά - van, varevogn
  • φορτικός στα δανικά - påtrængende, anmassende, paatrængende, importunate
  • φορτώνω στα δανικά - byrde, læs, belastning, belastningen, last, lasten, load
Τυχαίες λέξεις
Φορτηγό στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: lastvogn, lastbil, trucken, truck, gaffeltruck, lastbilen