Φορτηγό στα ρωσικά
Μετάφραση: φορτηγό, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вагонетка, грузовик, автомашина, грузовика, грузовиков, грузовых, тележка
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φορτηγό
φορτηγό σαββόπουλοσ, φορτηγό δημόσιας χρήσης, φορτηγό ψυγείο, φορτηγό με γερανό, φορτηγό αυτοκίνητο, φορτηγό λεξικό γλώσσας ρωσικά, φορτηγό στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- φορτίο στα ρωσικά - бремя, тяжесть, тягость, лейтмотив, ярмо, нагружать, отягощать, ...
- φορτηγάκι στα ρωσικά - кино, веялка, пикап, крыло, фура, фургон, авангард, ...
- φορτικός στα ρωσικά - неотступный, настойчивый, неотвязный, безотлагательный, упрямый, надоедливый, назойливый, ...
- φορτώνω στα ρωσικά - бремя, обременить, ярмо, тягость, груз, ноша, тяжесть, ...
Τυχαίες λέξεις
Φορτηγό στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: вагонетка, грузовик, автомашина, грузовика, грузовиков, грузовых, тележка
Μεταφράσεις: вагонетка, грузовик, автомашина, грузовика, грузовиков, грузовых, тележка