Φορτηγό στα πορτογαλικά
Μετάφραση: φορτηγό, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
caminhão, camiões, camião, caminhão de, do caminhão, de caminhão
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φορτηγό
φορτηγό σαββόπουλοσ, φορτηγό δημόσιας χρήσης, φορτηγό ψυγείο, φορτηγό με γερανό, φορτηγό αυτοκίνητο, φορτηγό λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, φορτηγό στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- φορτίο στα πορτογαλικά - carregar, carga, de carga, carga de, carregamento, da carga
- φορτηγάκι στα πορτογαλικά - válvula, van, camionete, furgão, van de
- φορτικός στα πορτογαλικά - inoportuno, importuno, importuna, importunos, importunate
- φορτώνω στα πορτογαλικά - carregar, carga, de carga, carga de, carregamento, da carga
Τυχαίες λέξεις
Φορτηγό στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: caminhão, camiões, camião, caminhão de, do caminhão, de caminhão
Μεταφράσεις: caminhão, camiões, camião, caminhão de, do caminhão, de caminhão