Φορτηγό στα πολωνικά

Μετάφραση: φορτηγό, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
tir, lora, ciężarówka, wózek, truck, widłowe, ciężarówki
Φορτηγό στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φορτηγό

φορτηγό σαββόπουλοσ, φορτηγό δημόσιας χρήσης, φορτηγό ψυγείο, φορτηγό με γερανό, φορτηγό αυτοκίνητο, φορτηγό λεξικό γλώσσας πολωνικά, φορτηγό στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • φορτίο στα πολωνικά - obładować, refren, uciemiężać, obarczyć, ciężar, brzemię, obciążyć, ...
  • φορτηγάκι στα πολωνικά - wagon, furgonetka, furgon, wóz, półciężarówka, awangarda, van, ...
  • φορτικός στα πολωνικά - namolny, dokuczliwy, natarczywy, natrętny, natrętne, natarczywe, importunate
  • φορτώνω στα πολωνικά - brzemię, obładować, refren, obciążenie, obciążyć, ciężar, zadłużyć, ...
Τυχαίες λέξεις
Φορτηγό στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: tir, lora, ciężarówka, wózek, truck, widłowe, ciężarówki