Χρήματα στα δανικά
Μετάφραση: χρήματα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kontant, penge, pengene, af penge, money
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χρήματα
χρήματα από το internet, χρήματα ονειροκρίτης, χρήματα μέσω internet, χρήματα φαντάσματα - θεατρική παράσταση - β.τσιβιλίκας, χρήματα από blog, χρήματα λεξικό γλώσσας δανικά, χρήματα στα δανικά
Μεταφράσεις
- χούφτα στα δανικά - håndfuld, lille håndfuld, nogle få
- χρέωση στα δανικά - oplade, opkræve, opkræver, debitere, opkræve tillægsgebyrer
- χρήση στα δανικά - benyttelse, benytte, tilbringe, skik, brug, anvendelse, anvendelsen, ...
- χρήσιμος στα δανικά - nyttig, nyttige, nyttigt, anvendelige, hensigtsmæssigt
Τυχαίες λέξεις
Χρήματα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kontant, penge, pengene, af penge, money
Μεταφράσεις: kontant, penge, pengene, af penge, money