Χρήματα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: χρήματα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dinheiro, o dinheiro, de dinheiro, benefício, dinheiro de
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χρήματα
χρήματα από το internet, χρήματα ονειροκρίτης, χρήματα μέσω internet, χρήματα φαντάσματα - θεατρική παράσταση - β.τσιβιλίκας, χρήματα από blog, χρήματα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, χρήματα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- χούφτα στα πορτογαλικά - manual, punhado, mão cheia, poucos, poucas
- χρέωση στα πορτογαλικά - débito, deve, debitar, debilitar, cobrar, carregar, cobra, ...
- χρήση στα πορτογαλικά - uso, emprego, função, hábito, alvo, ofício, aplicarão, ...
- χρήσιμος στα πορτογαλικά - profícuo, útil, vantajoso, úteis, utilidade
Τυχαίες λέξεις
Χρήματα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: dinheiro, o dinheiro, de dinheiro, benefício, dinheiro de
Μεταφράσεις: dinheiro, o dinheiro, de dinheiro, benefício, dinheiro de