Ωραίος στα δανικά
Μετάφραση: ωραίος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
flink, hyggelig, behagelig, rar, god, smuk, smukke, flot, flotte, pæn
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ωραίος
ωραίος συνώνυμα, ωραίος νέα ιωνία, ωραίος σαν έλληνας, ωραίος ετυμολογία, ωραίος δαρείος, ωραίος λεξικό γλώσσας δανικά, ωραίος στα δανικά
Μεταφράσεις
- ωράριο στα δανικά - tid, gang, tidspunkt, tiden
- ωραία στα δανικά - bøde, fint, fine, fin, bøden
- ωριαίος στα δανικά - hver time, time, timeløn, time-, timebasis
- ωριμάζω στα δανικά - moden, modne, modent, voksne, kønsmodne
Τυχαίες λέξεις
Ωραίος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: flink, hyggelig, behagelig, rar, god, smuk, smukke, flot, flotte, pæn
Μεταφράσεις: flink, hyggelig, behagelig, rar, god, smuk, smukke, flot, flotte, pæn