Ύστατος στα δανικά
Μετάφραση: ύστατος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ultimativ, ultimative, endelige, sidste ende
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ύστατος
ύστατος σημασία, ύστατος λεξικο, ύστατοσ οβολόσ, ύστατος λεξικό γλώσσας δανικά, ύστατος στα δανικά
Μεταφράσεις
- ύποπτος στα δανικά - mistænkte, mistænkt, mistanke, mistanke om, mistænktes
- ύπουλος στα δανικά - snu, listig, ondskabsfuld, spydig, indsmigrende, catty, katteagtig
- ύφαλος στα δανικά - rev, Reef, revet, koralrev, af Reef
- ύφανση στα δανικά - vævning, væve, vævningen, vævemaskiner
Τυχαίες λέξεις
Ύστατος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ultimativ, ultimative, endelige, sidste ende
Μεταφράσεις: ultimativ, ultimative, endelige, sidste ende