Ύστατος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ύστατος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
final, derradeiro, último, última, definitiva
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ύστατος
ύστατος σημασία, ύστατος λεξικο, ύστατοσ οβολόσ, ύστατος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ύστατος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ύποπτος στα πορτογαλικά - desconfiado, suspeito, suspeita, suspeitos, suspeitas, suspeitar
- ύπουλος στα πορτογαλικά - ardiloso, astuto, enviesado, ladino, oblíqua, malicioso, calúnia, ...
- ύφαλος στα πορτογαλικά - relançar, recifes, escolho, recife, reef, recife de, do recife
- ύφανση στα πορτογαλικά - tecelagem, de tecelagem, tecer, tecelagem de, a tecelagem
Τυχαίες λέξεις
Ύστατος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: final, derradeiro, último, última, definitiva
Μεταφράσεις: final, derradeiro, último, última, definitiva