Ανεφοδιάζω στα εσθονικά
Μετάφραση: ανεφοδιάζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kosutama, anefodiazo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανεφοδιάζω
ανεφοδιάζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, ανεφοδιάζω στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- ανερμάτιστος στα εσθονικά - ebapüsiv, tasakaalutu, anermatistos
- ανερχόμενος στα εσθονικά - tärkav, lootustandev, tulemas, eelseisva, tulevaste, eelseisvate, eelseisvat
- ανεύθυνος στα εσθονικά - vastutustundetu, vastutustundetut, vastutustundetud, vastutustundetult, vastutustundetuid
- ανεύρεση στα εσθονικά - pidama, avastama, arvama, leidmine, järeldust, järeldus, järelduse
Τυχαίες λέξεις
Ανεφοδιάζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kosutama, anefodiazo
Μεταφράσεις: kosutama, anefodiazo