Ανεφοδιάζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: ανεφοδιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
anefodiazo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανεφοδιάζω
ανεφοδιάζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ανεφοδιάζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ανερμάτιστος στα ουκρανικά - нестійкий, хитливий, коливний, нетвердий, anermatistos
- ανερχόμενος στα ουκρανικά - окуліровка, майбутній, наступний
- ανεύθυνος στα ουκρανικά - безвідповідальність, безвідповідальний, безвідповідальна
- ανεύρεση στα ουκρανικά - шукати, виявити, відкриття, знахідка, знайти, висновок, виведення, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανεφοδιάζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: anefodiazo
Μεταφράσεις: anefodiazo