Ανεφοδιάζω στα ιταλικά
Μετάφραση: ανεφοδιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
riempire, integrare, anefodiazo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανεφοδιάζω
ανεφοδιάζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, ανεφοδιάζω στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ανερμάτιστος στα ιταλικά - volubile, anermatistos
- ανερχόμενος στα ιταλικά - imminente, prossimo, prossima, cui è decisivo, in cui è decisivo
- ανεύθυνος στα ιταλικά - irresponsabile, irresponsabili, incosciente
- ανεύρεση στα ιταλικά - scovare, scoperta, trovare, ritrovamento, conclusione, constatazione, accertamento
Τυχαίες λέξεις
Ανεφοδιάζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: riempire, integrare, anefodiazo
Μεταφράσεις: riempire, integrare, anefodiazo