Διαβολή στα εσθονικά

Μετάφραση: διαβολή, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kallaletung, laim, laimu, klatš, laimus, laidujutt
Διαβολή στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαβολή

η διαβολή, διαβολή συνώνυμο, διαβολή κλιση, διαβολή λεξικό γλώσσας εσθονικά, διαβολή στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • διαβιβαστής στα εσθονικά - andur, ekspediitor, forvarderi, ekspedeerija, forwarder, ekspediitori
  • διαβλέπω στα εσθονικά - märkama, tajuma, näen, ma näen, näen ma, Minu arvates
  • διαβολικός στα εσθονικά - jälk, nurjatu, üleannetu, põrgulisetaoline, Ilkikurinen, Pahankurinen, Vallaton
  • διαβρώνω στα εσθονικά - murenema, kulutama, roostetama, korrodeerida, korrodeeru, võivad korrodeerida, korrodeerivad
Τυχαίες λέξεις
Διαβολή στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kallaletung, laim, laimu, klatš, laimus, laidujutt