Εκφύλιση στα εσθονικά

Μετάφραση: εκφύλιση, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
degeneratsioon, taandareng, degeneratsiooni, taandarengulised, seniildege
Εκφύλιση στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκφύλιση

εκφύλιση μεσοσπονδύλιου δίσκου, εκφύλιση ωχράς κηλίδας τεστ, εκφύλιση ινομυώματος, εκφύλιση ωχράς κηλίδας του stargardt, εκφύλιση ωχράς κηλίδας σε νεους, εκφύλιση λεξικό γλώσσας εσθονικά, εκφύλιση στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • εκφυλίζομαι στα εσθονικά - degenereerunud, kõdunud, mandunud, degenereeritud, degenerant
  • εκφωνώ στα εσθονικά - sünnitama, päästma, hääldama, hääldada, kuulutama, hääldab
  • εκχύλισμα στα εσθονικά - väljavõte, ekstrakt, ekstrakti, väljavõtte, ekstraktis
  • εκών στα εσθονικά - willy, Kikkeli
Τυχαίες λέξεις
Εκφύλιση στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: degeneratsioon, taandareng, degeneratsiooni, taandarengulised, seniildege