Εκφύλιση στα λιθουανικά
Μετάφραση: εκφύλιση, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išsigimimas, degeneracija, Degeneration, degeneracijos
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκφύλιση
εκφύλιση μεσοσπονδύλιου δίσκου, εκφύλιση ωχράς κηλίδας τεστ, εκφύλιση ινομυώματος, εκφύλιση ωχράς κηλίδας του stargardt, εκφύλιση ωχράς κηλίδας σε νεους, εκφύλιση λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εκφύλιση στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εκφυλίζομαι στα λιθουανικά - išsigimęs, peraugti, degeneruota, issigimqs, išsigimėlis
- εκφωνώ στα λιθουανικά - ištarti, paskelbti, tarti, pripažins, paskelbs
- εκχύλισμα στα λιθουανικά - ištrauka, traukti, ekstraktas, ekstrakto, išrašas
- εκών στα λιθουανικά - norom, Willy
Τυχαίες λέξεις
Εκφύλιση στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: išsigimimas, degeneracija, Degeneration, degeneracijos
Μεταφράσεις: išsigimimas, degeneracija, Degeneration, degeneracijos