Εντολή στα εσθονικά
Μετάφραση: εντολή, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
käsutama, tellimus, ordu, juhtima, kord, käsk, käsu, käsku, käsuga, käsklus
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εντολή
εντολή συνώνυμα, εντολή σαμαρά, εντολή επίδοσης υπερχρεωμένα, εντολή πληρωμής, εντολή ipconfig, εντολή λεξικό γλώσσας εσθονικά, εντολή στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- εντελώς στα εσθονικά - täpselt, päris, üldse, üleni, tervikuna, täielikult, hoopis, ...
- εντοιχισμένος στα εσθονικά - sobitatud, kohaldatud, süvipaigaldus, Seina sisse paigaldatav, süvispaigaldusega
- εντολοδόχος στα εσθονικά - esindaja, esindajale, tüüpiline, tüüpilised
- εντομή στα εσθονικά - lõikus, lõbu, nauding, sälk, rutiin, sisselõike, sisselõige, ...
Τυχαίες λέξεις
Εντολή στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: käsutama, tellimus, ordu, juhtima, kord, käsk, käsu, käsku, käsuga, käsklus
Μεταφράσεις: käsutama, tellimus, ordu, juhtima, kord, käsk, käsu, käsku, käsuga, käsklus