Καχύποπτος στα εσθονικά
Μετάφραση: καχύποπτος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kahtlane, kahtlustav, kahtlustäratav, kahtlaste, kahtlastest, kahtlase
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καχύποπτος
καχύποπτος συνώνυμα, καχύποπτος ετυμολογία, καχύποπτος αγγλικά, καχύποπτος λεξικό γλώσσας εσθονικά, καχύποπτος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- καφεΐνη στα εσθονικά - kofeiin, caffein
- καφετί στα εσθονικά - parkima, päevitama, tangens, pruun, pruuni, pruunid, brown, ...
- καψαλίζω στα εσθονικά - kõrvetama, kõrvetus, kõrbema, enneaegse vulkaniseerumise, enneaegset vulkaniseerumist
- καύκαλο στα εσθονικά - pealuu, kolp, koorik, kooruke, seljakilbi, pearindmikukilbi, pearindmikukilp
Τυχαίες λέξεις
Καχύποπτος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kahtlane, kahtlustav, kahtlustäratav, kahtlaste, kahtlastest, kahtlase
Μεταφράσεις: kahtlane, kahtlustav, kahtlustäratav, kahtlaste, kahtlastest, kahtlase