Καχύποπτος στα λιθουανικά
Μετάφραση: καχύποπτος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įtartinas, įtartina, įtariai, įtartinus, įtartiną
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καχύποπτος
καχύποπτος συνώνυμα, καχύποπτος ετυμολογία, καχύποπτος αγγλικά, καχύποπτος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, καχύποπτος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- καφεΐνη στα λιθουανικά - kofeinas, kofeino
- καφετί στα λιθουανικά - rudas, Ruda, Rudos, rudi, Brown
- καψαλίζω στα λιθουανικά - degligė, apsvilimas, išpleškinti, blukti nuo karščio, lėkti kaip akis išdegus
- καύκαλο στα λιθουανικά - kaukolė, kampas, žievė, kiaukuto, šarvas, Vairodziņš, Pancerz vėžlių, ...
Τυχαίες λέξεις
Καχύποπτος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: įtartinas, įtartina, įtariai, įtartinus, įtartiną
Μεταφράσεις: įtartinas, įtartina, įtariai, įtartinus, įtartiną