Κοινός στα εσθονικά
Μετάφραση: κοινός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jagatud, ühiskondlik, ühine, liigend, avalikkus, harilik, avalik, ühise, ühist, ühiste, ühised
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοινός
κοινός τόπος, κοινός νους, κοινός παρονομαστής, κοινός λογαριασμός κατάσχεση, κοινός λογαριασμός, κοινός λεξικό γλώσσας εσθονικά, κοινός στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- κοινωνικός στα εσθονικά - sotsiaalne, vastutulelik, seltskondlik, seltsiv, väljuv, ühiskondlik, sotsiaal-, ...
- κοινόβιο στα εσθονικά - kogukond, kommuun, vald, abiklooster, Priory, klooster, varem oli tegevus
- κοινότητα στα εσθονικά - ühisus, ühiskond, kogukond, ühenduse, kogukonnaga, kogukonna, üldsuse
- κοινότυπος στα εσθονικά - kulunud, tavapärane, stereotüüpne, labane, banaalne, juba ammu teada, lihtlabane
Τυχαίες λέξεις
Κοινός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: jagatud, ühiskondlik, ühine, liigend, avalikkus, harilik, avalik, ühise, ühist, ühiste, ühised
Μεταφράσεις: jagatud, ühiskondlik, ühine, liigend, avalikkus, harilik, avalik, ühise, ühist, ühiste, ühised