Κοινός στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: κοινός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
заедничка, заеднички, заедничките, заедничко, општи
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοινός
κοινός τόπος, κοινός νους, κοινός παρονομαστής, κοινός λογαριασμός κατάσχεση, κοινός λογαριασμός, κοινός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, κοινός στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- κοινωνικός στα σλαβομακεδονικά - социјална, социјалната, социјално, социјалните, социјални
- κοινόβιο στα σλαβομακεδονικά - априори, приорат, априори ги, Приорат резиденција, резиденција Приорат
- κοινότητα στα σλαβομακεδονικά - заедница, заедницата, на заедницата, во заедницата
- κοινότυπος στα σλαβομακεδονικά - банална
Τυχαίες λέξεις
Κοινός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: заедничка, заеднички, заедничките, заедничко, општи
Μεταφράσεις: заедничка, заеднички, заедничките, заедничко, општи