Κρέμα στα εσθονικά

Μετάφραση: κρέμα, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
koor, koorekiht, koore, kreemi, kreem, cream
Κρέμα στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κρέμα

κρέμα ματιών, κρέμα καραμελέ, κρέμα πατισερί, κρέμα γάλακτος, κρέμα ζαχαροπλαστικής, κρέμα λεξικό γλώσσας εσθονικά, κρέμα στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • κράχτης στα εσθονικά - peibutama, peibutis, laskeriist, barker, Barkerit, Barkeri, haukuja
  • κρέας στα εσθονικά - liha, iva, lihast, liha-, lihatoodete
  • κρένω στα εσθονικά - rääkima, mädarõigas, Mädarõika, mädarõikaga, mädarõigast
  • κρίκετ στα εσθονικά - ritsikas, kriket, kriketi, kriketit, kriketis, kriketis kasutatavad
Τυχαίες λέξεις
Κρέμα στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: koor, koorekiht, koore, kreemi, kreem, cream