Κρέμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: κρέμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
room, puikje, vla, roomkleurig, crème, cream, ijs, creme
Κρέμα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κρέμα

κρέμα ματιών, κρέμα καραμελέ, κρέμα πατισερί, κρέμα γάλακτος, κρέμα ζαχαροπλαστικής, κρέμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κρέμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κράχτης στα ολλανδικά - lokken, blaffer, Barker, Barker van, van Barker, klantenlokker
  • κρέας στα ολλανδικά - pit, essentie, vlees, kern, van vlees, het vlees, vlees van, ...
  • κρένω στα ολλανδικά - praten, zeggen, spreken, mierikswortel, horseradish, de Mierikswortel, mierikswortelaardappelen hebben, ...
  • κρίκετ στα ολλανδικά - kriek, krekel, cricket, veenmol, de Veenmol, veenmol van
Τυχαίες λέξεις
Κρέμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: room, puikje, vla, roomkleurig, crème, cream, ijs, creme