Ορίζω στα φινλανδικά

Μετάφραση: ορίζω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nimittää, määrätä, nimetä, komentaa, käskeä, säätää, määritellä, määrittää, määriteltävä, määritellään, määrittelemään
Ορίζω στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορίζω

ορίζω στα αγγλικά, ορίζω παράγωγα, ορίζω in english, ορίζω αρχικοί χρόνοι, ορίζω μεταφραση, ορίζω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, ορίζω στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • οπτικός στα φινλανδικά - optikko, visuaalinen, kuvaava, kuvaileva, optinen, optisen, optiset, ...
  • ορίζοντας στα φινλανδικά - horisontti, näköpiiri, näkymä, näköala, taivaanranta, ulottuvuus, horizon, ...
  • οραματιστής στα φινλανδικά - ennustaja, visualisoijalla, Visualizer, katselutoiminto, visualisoijan, visualisoija
  • ορατός στα φινλανδικά - selvä, silminnähtävä, näkyvä, ilmiselvä, esillä, näkyvissä, näkyviä, ...
Τυχαίες λέξεις
Ορίζω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: nimittää, määrätä, nimetä, komentaa, käskeä, säätää, määritellä, määrittää, määriteltävä, määritellään, määrittelemään