Οριακός στα εσθονικά
Μετάφραση: οριακός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
piir, piirjoon, marginaalne, marginaalsed, marginaalse, äärenumbri, marginaalseks
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οριακός
οριακός κύκλος, οριακόσ λόγοσ τεχνικήσ υποκατάστασησ, οριακόσ λόγοσ μετασχηματισμού, οριακόσ ασθενήσ, οριακός λόγος υποκατάστασης μεταξύ δύο αγαθών, οριακός λεξικό γλώσσας εσθονικά, οριακός στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- ορθώνομαι στα εσθονικά - tõus, suurendama, hea, head, heade, häid, heas
- ορθώνω στα εσθονικά - püstitama, seisev, jäik, hea, head, heade, häid, ...
- οριζόντιος στα εσθονικά - horisontaalne, horisontaalse, horisontaalsete, horisontaalsed, horisontaalset
- οριοθετώ στα εσθονικά - piiritlema, piirama, delimiteerima, piiristama, piiritleda, piiritlevad
Τυχαίες λέξεις
Οριακός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: piir, piirjoon, marginaalne, marginaalsed, marginaalse, äärenumbri, marginaalseks
Μεταφράσεις: piir, piirjoon, marginaalne, marginaalsed, marginaalse, äärenumbri, marginaalseks