Οριακός στα ολλανδικά
Μετάφραση: οριακός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
marginaal, marginale, randnummer, de marginale
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οριακός
οριακός κύκλος, οριακόσ λόγοσ τεχνικήσ υποκατάστασησ, οριακόσ λόγοσ μετασχηματισμού, οριακόσ ασθενήσ, οριακός λόγος υποκατάστασης μεταξύ δύο αγαθών, οριακός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, οριακός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ορθώνομαι στα ολλανδικά - opslag, stijging, opstaan, beklimming, goed, goede, een goede, ...
- ορθώνω στα ολλανδικά - inrichten, oprichten, stichten, goed, goede, een goede, good
- οριζόντιος στα ολλανδικά - platliggend, waterpas, horizontaal, horizontale, de horizontale
- οριοθετώ στα ολλανδικά - afbakenen, af te bakenen, bakenen, begrenzen, te bakenen
Τυχαίες λέξεις
Οριακός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: marginaal, marginale, randnummer, de marginale
Μεταφράσεις: marginaal, marginale, randnummer, de marginale