Πίφερο στα εσθονικά
Μετάφραση: πίφερο, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
viil, toimik, pifero
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πίφερο
πίφερο λεξικό γλώσσας εσθονικά, πίφερο στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- πίστωση στα εσθονικά - ainepunkt, tunnustama, usaldus, krediit, laen, krediidi, krediidiriski, ...
- πίτα στα εσθονικά - pirukas, pie, imelihtne, kook, piruka
- παίζω στα εσθονικά - etendus, mängima, lõtk, mängida, mängimiseks, mängivad, mängi
- παίκτης στα εσθονικά - mängija, mängur, näitleja, Player, mängijaga
Τυχαίες λέξεις
Πίφερο στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: viil, toimik, pifero
Μεταφράσεις: viil, toimik, pifero