Ταξιδιώτης στα εσθονικά
Μετάφραση: ταξιδιώτης, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
reisija, reisijate, reisijale, reisija kohta
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ταξιδιώτης
ταξιδιώτης της ερήμου, ταξιδιώτης του παντός στιχοι, ταξιδιώτης και φεγγαρόφωτο, ταξιδιώτης συνώνυμα, ταξιδιώτης θεσσαλονίκη, ταξιδιώτης λεξικό γλώσσας εσθονικά, ταξιδιώτης στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- ταξιδάκι στα εσθονικά - reis, komistama, reisi, reisi ajal kehtib, trip, sõit
- ταξιδεύω στα εσθονικά - seiklema, reis, sõit, reisima, reisimine, reisi, lahkumise, ...
- ταξινομώ στα εσθονικά - sortima, salastama, rühmitama, sort, Sorteeri, omamoodi, sorti, ...
- ταξινόμηση στα εσθονικά - liigitus, klassifikatsioon, klassifitseerimine, klassifitseerimise, klassifikatsiooni, klassifitseerimist
Τυχαίες λέξεις
Ταξιδιώτης στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: reisija, reisijate, reisijale, reisija kohta
Μεταφράσεις: reisija, reisijate, reisijale, reisija kohta