Ταξιδιώτης στα ισλανδικά

Μετάφραση: ταξιδιώτης, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ferðamaður, ferðast, ferðalangur, ferðamaðurinn, ferðamanninum
Ταξιδιώτης στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ταξιδιώτης

ταξιδιώτης της ερήμου, ταξιδιώτης του παντός στιχοι, ταξιδιώτης και φεγγαρόφωτο, ταξιδιώτης συνώνυμα, ταξιδιώτης θεσσαλονίκη, ταξιδιώτης λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ταξιδιώτης στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • ταξιδάκι στα ισλανδικά - ferð, ferðalag, Ferðin, með Tegund, Tegund
  • ταξιδεύω στα ισλανδικά - ferð, för, ferðast, ferðalag, ferðalög, ferðadagsetningar, Ferðaskrifstofan, ...
  • ταξινομώ στα ισλανδικά - raða, konar, tegund, flokka, eins konar
  • ταξινόμηση στα ισλανδικά - flokkun, Classification, Flokkunin, flokka, Flokkur
Τυχαίες λέξεις
Ταξιδιώτης στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: ferðamaður, ferðast, ferðalangur, ferðamaðurinn, ferðamanninum