Ταξιδιώτης στα ιταλικά
Μετάφραση: ταξιδιώτης, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
viaggiatore, del viaggiatore, viaggiatore in, del viaggiatore in, dei viaggiatori di
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ταξιδιώτης
ταξιδιώτης της ερήμου, ταξιδιώτης του παντός στιχοι, ταξιδιώτης και φεγγαρόφωτο, ταξιδιώτης συνώνυμα, ταξιδιώτης θεσσαλονίκη, ταξιδιώτης λεξικό γλώσσας ιταλικά, ταξιδιώτης στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ταξιδάκι στα ιταλικά - escursione, viaggio, viaggio a, viaggio di, gita, viaggi
- ταξιδεύω στα ιταλικά - viaggio, viaggi, viaggiare, di viaggi, di viaggio
- ταξινομώ στα ιταλικά - classificare, assortire, aggruppare, specie, tipo, sorta, Ordina, ...
- ταξινόμηση στα ιταλικά - classificazione, di classificazione, la classificazione, classifica, qualificazione
Τυχαίες λέξεις
Ταξιδιώτης στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: viaggiatore, del viaggiatore, viaggiatore in, del viaggiatore in, dei viaggiatori di
Μεταφράσεις: viaggiatore, del viaggiatore, viaggiatore in, del viaggiatore in, dei viaggiatori di