Έλξη στα ισλανδικά

Μετάφραση: έλξη, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aðdráttarafl, áhugaverðra staða, aðdráttaraflið
Έλξη στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έλξη

έλξη αναφορικού, έλξη μεταξύ γυναικών, έλξη τησ τύχησ, έλξη του αναφορικού αρχαια, έλξη drs, έλξη λεξικό γλώσσας ισλανδικά, έλξη στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • έλκω στα ισλανδικά - teikna, draga, ulcerate
  • έλλειψη στα ισλανδικά - hörgull, þrot, ekla, vilja, skortur, skorti, skort, ...
  • έλος στα ισλανδικά - dý, for, forarflói, Marsh
  • έλυτρο στα ισλανδικά - Vagina, Sliðrið, slagæðaslíðrið, ef slagæðaslíðrið, slagæðaslíðrið er
Τυχαίες λέξεις
Έλξη στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: aðdráttarafl, áhugaverðra staða, aðdráttaraflið