Έλξη στα ουκρανικά

Μετάφραση: έλξη, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
потяг, властивість, принада, привабливість, спорідненість, притягнення, притягання, залучення, привернення
Έλξη στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έλξη

έλξη αναφορικού, έλξη μεταξύ γυναικών, έλξη τησ τύχησ, έλξη του αναφορικού αρχαια, έλξη drs, έλξη λεξικό γλώσσας ουκρανικά, έλξη στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • έλκω στα ουκρανικά - тягнути, виграш, спокушати, звернути, приваблювати, рикошет, притягувати, ...
  • έλλειψη στα ουκρανικά - шнурівка, нестача, дефіцит, шнур, брак, хиба, рідкість, ...
  • έλος στα ουκρανικά - марси, багно, болото
  • έλυτρο στα ουκρανικά - лушпайки, стручок, шкірка, полова, лушпиння, оболонка, шар
Τυχαίες λέξεις
Έλξη στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: потяг, властивість, принада, привабливість, спорідненість, притягнення, притягання, залучення, привернення