Αιχμαλωτίζω στα ισλανδικά
Μετάφραση: αιχμαλωτίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
handtaka, Capture, fanga, Myndatökuhljóð, myndatökutakkann
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αιχμαλωτίζω
αιχμαλωτίζω συνώνυμο, capture αιχμαλωτίζω, αιχμαλωτίζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αιχμαλωτίζω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αιχμή στα ισλανδικά - oddur, liður, nes, benda, hámarki, hámarksþéttni, hámark, ...
- αιχμαλωσία στα ισλανδικά - handtaka, högum, herleiðingunni
- αιχμηρός στα ισλανδικά - spiky
- αιωνιότητα στα ισλανδικά - eilífð, Eternity, eilífðina, eitt eilífðar, eilífðin
Τυχαίες λέξεις
Αιχμαλωτίζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: handtaka, Capture, fanga, Myndatökuhljóð, myndatökutakkann
Μεταφράσεις: handtaka, Capture, fanga, Myndatökuhljóð, myndatökutakkann