Αλεύρι στα ισλανδικά

Μετάφραση: αλεύρι, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hveiti, mjöl, fín-, mjöli
Αλεύρι στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αλεύρι

αλεύρι ζέας, αλεύρι dinkel, αλεύρι ντίνκελ, αλεύρι 00, αλεύρι θερμίδες, αλεύρι λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αλεύρι στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • αλεξίπτωτο στα ισλανδικά - fallhlíf
  • αλεπού στα ισλανδικά - refur, refurinn, Fox, tófa, ref
  • αληθής στα ισλανδικά - sannur, satt, rétt, sanna, sönn
  • αληθινά στα ισλανδικά - sannarlega, raunverulega, hreinskilnislega, virkilega, raun
Τυχαίες λέξεις
Αλεύρι στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: hveiti, mjöl, fín-, mjöli