Αλεύρι στα ολλανδικά
Μετάφραση: αλεύρι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bloem, meel, meel van, van meel
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αλεύρι
αλεύρι ζέας, αλεύρι dinkel, αλεύρι ντίνκελ, αλεύρι 00, αλεύρι θερμίδες, αλεύρι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αλεύρι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αλεξίπτωτο στα ολλανδικά - valscherm, parachute, springscherm, parachute te
- αλεπού στα ολλανδικά - vos, Fox, de Vos, vossen
- αληθής στα ολλανδικά - echt, heus, juist, gegrond, waarachtig, waar, trouw, ...
- αληθινά στα ολλανδικά - werkelijk, echt, wezenlijk, waarlijk, echt moet, echte
Τυχαίες λέξεις
Αλεύρι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bloem, meel, meel van, van meel
Μεταφράσεις: bloem, meel, meel van, van meel