Αλεύρι στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αλεύρι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
solha, farinha, farinha de, farinhas, de farinha, a farinha
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αλεύρι
αλεύρι ζέας, αλεύρι dinkel, αλεύρι ντίνκελ, αλεύρι 00, αλεύρι θερμίδες, αλεύρι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αλεύρι στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αλεξίπτωτο στα πορτογαλικά - pára-quedas, papel, paraquedas, parachute, pára quedas
- αλεπού στα πορτογαλικά - raposa, galinha, Fox, de raposa, da raposa, a Fox
- αληθής στα πορτογαλικά - justo, verídico, certo, são, verdadeiro, caminhão, verdade, ...
- αληθινά στα πορτογαλικά - genuíno, deveras, verdadeiramente, realmente, verdade, verdadeira, verdadeiro
Τυχαίες λέξεις
Αλεύρι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: solha, farinha, farinha de, farinhas, de farinha, a farinha
Μεταφράσεις: solha, farinha, farinha de, farinhas, de farinha, a farinha