Αναγκαίος στα ισλανδικά
Μετάφραση: αναγκαίος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nauðsynlegur, nauðsynlegt, nauðsynleg, nauðsynlegar, nauðsyn krefur, þörf
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναγκαίος
αναγκαίος αντώνυμα, αναγκαίος συνώνυμο, αναγκαίος κληρονόμος, αναγκαίος συνώνυμα, αναγκαίος δόλος, αναγκαίος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αναγκαίος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αναβοσβήνω στα ισλανδικά - blikka, blikkar, blikki, blikka á, að blikka
- αναγέννηση στα ισλανδικά - endurmyndun, endurnýjun, endurbygging
- αναγκαιότητα στα ισλανδικά - nauðsyn, nauðsynleg, nauðsyn þess, nauðsynlegt
- αναγνωρίζω στα ισλανδικά - viðurkenna, meðganga, þekkja, að viðurkenna, kannast, grein
Τυχαίες λέξεις
Αναγκαίος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: nauðsynlegur, nauðsynlegt, nauðsynleg, nauðsynlegar, nauðsyn krefur, þörf
Μεταφράσεις: nauðsynlegur, nauðsynlegt, nauðsynleg, nauðsynlegar, nauðsyn krefur, þörf