Αναγκαίος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αναγκαίος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
preciso, necessário, puro, necessária, necessárias, necessários
Αναγκαίος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναγκαίος

αναγκαίος αντώνυμα, αναγκαίος συνώνυμο, αναγκαίος κληρονόμος, αναγκαίος συνώνυμα, αναγκαίος δόλος, αναγκαίος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αναγκαίος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αναβοσβήνω στα πορτογαλικά - piscar, piscará, piscam, pisca, blink
  • αναγέννηση στα πορτογαλικά - regeneração, a regeneração, de regeneração, regeneração de, da regeneração
  • αναγκαιότητα στα πορτογαλικά - preciso, necessário, necessidade, necessidade de, necessariamente, a necessidade, necessidades
  • αναγνωρίζω στα πορτογαλικά - reconheça, apreciar, professar, convencer, idêntico, reconhecer, confessar, ...
Τυχαίες λέξεις
Αναγκαίος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: preciso, necessário, puro, necessária, necessárias, necessários