Ατελιέ στα ισλανδικά
Μετάφραση: ατελιέ, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stúdíó, vinnustofu, Studio, Vinnustofan
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ατελιέ
ατελιέ dmd, ατελιέ alessandra, ατελιέ νυφικών, ατελιέ σίλια κριθαριώτη, ατελιέ σπύρου βασιλείου, ατελιέ λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ατελιέ στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αταξία στα ισλανδικά - slingur, hreyfiglöp, ósamhæfðar hreyfingar, ósamhæfðar vöðvahreyfingar, óregluhreyfingar
- αταραξία στα ισλανδικά - quietism
- ατενίζω στα ισλανδικά - stara, að stara, starir, starði
- ατζαμής στα ισλανδικά - klaufalegur, Greenhorn
Τυχαίες λέξεις
Ατελιέ στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: stúdíó, vinnustofu, Studio, Vinnustofan
Μεταφράσεις: stúdíó, vinnustofu, Studio, Vinnustofan